ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ


του Ευστράτιου Ζεγκίνη
Αναπλ. Καθηγητή Α.Π.Θ.


Το μοναδικό κοινό γνώρισμα των πληθυσμών, οι οποίοι συγκροτούν τη μουσουλμανική μειονότητα της Δ. Θράκης, είναι το θρήσκευμά τους. Η φυλετική και η γλωσσική τους διαφοροποίηση υπήρξε εμφανέστατη και κατά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης (1923) αλλά και σήμερα εξακολουθεί να είναι αρκετά ευδιάκριτη, παρά τις σύντονες προσπάθειες που καταβάλλει η Τουρκία για την ομογενοποίηση των πληθυσμών αυτών και την εμφάνισης τους ως μια εθνική μειονότητα,
Ως προς την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας στην Ελλάδα, γίνεται σαφής αναφορά στα άρθρα 40-43 της παραπάνω συνθήκης. Πέραν των προστατευτικών αυτών διατάξεων, το Ελληνικό Σύνταγμα (1986), με το άρθρο 13, παρ.1 και 3 και με το άρθρο 25 παρ. 1 διασφαλίζει τις θρησκευτικές ελευθερίες των μουσουλμάνων, όπως και όλα τα άλλα μέλη αναγνωρισμένων θρησκειών. Και επειδή η μειονότητα ως συλλογική ομάδα είναι θρησκευτική, οι συλλογικές ελευθερίες των μελών της είναι κατ' εξοχήν θρησκευτικές ελευθερίες. Ο ελληνικός λαός πάντοτε αντιμετώπισε με μεγαλοψυχία και ανεκτικότητα τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Υπάρχουν σημαντικά ιστορικά στοιχεία, τα οποία μαρτυρούν ότι, τόσο στη βυζαντινή περίοδο όσο και στο νεοελληνικό κράτος, ο ελληνικός λαός έδειξε ανεξίθρησκη συμπεριφορά έναντι των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί μέσα στα όρια της ελληνικής επικράτειας. Με τον ίδιο άψογο τρόπο οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Θράκης συμπεριφέρθηκαν και εξακολουθούν να συμπεριφέρονται προς τους μουσουλμάνους της μειονότητας.
Δείγμα της άριστης συμπεριφοράς του ελληνικού κράτους προς τους μειονοτικούς μουσουλμάνους είναι και το γεγονός ότι στους μουφτήδες τους, πέραν των θρησκευτικών δικαιωμάτων, τους αναγνωρίζει το δικαίωμα ρύθμισης των διαπροσωπικών σχέσεων των μειονοτικών μουσουλμάνων με βάση το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο. Ας αναφερθεί δε ότι η Τουρκία ήδη από το 1926 απαγόρευσε την εφαρμογή του εκκλησιαστικού δικαίου για τη ρύθμιση των διαπροσωπικών σχέσεων των μελών της ελληνικής μειονότητας.
Για τις διοικητικές ανάγκες των μειονοτικών μουσουλμάνων λειτουργούν τρεις μουφτείες (Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου). Η δικαιοδοσία της κάθε μιας από αυτές περιλαμβάνει τους πιστούς που βρίσκονται μέσα στα όρια του νομού όπου είναι εγκατεστημένη η μουφτεία. Οι επικεφαλής των μουφτειών, μουφτήδες, εκλέγονται με βάση τον νόμο 1920/ 1991 και θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι με βαθμό γενικού διευθυντή και πληρώνονται από το ελληνικό δημόσιο. Οι μουφτήδες έχουν στη διάθεση τους περισσότερα από 440 στελέχη θρησκευτικών καθηκόντων, όπως π.χ. ιμάμηδες, χατίπηδες, μουεζίνηδες κ.ά. Τα στελέχη αυτά όπως και οι μουφτήδες απαλλάσσονται από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις. Για τη διευκόλυνση των λατρευτικών τους αναγκών υπάρχουν περισσότερα από 237 τζαμιά, 78 μεστζίτια (μικρά τεμένη), αρκετοί τεκέδες (λατρευτικοί οίκοι των μπεκτασήδων) καθώς και 305 νεκροταφεία. Μια ακόμη απόδειξη της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων της Θράκης είναι και το γεγονός ότι επιτρέπεται να φορούν την μουσουλμανική τους ενδυμασία και αμφίεση, ενώ στην Τουρκία απαγορεύεται στους κληρικούς, εκτός τους αρχηγούς θρησκειών, να φορούν εκτός εκκλησίας τα εκκλησιαστικά τους άμφια.
Από καθαρά θρησκευτικής απόψεως οι μειονοτικοί πληθυσμοί της Δ. Θράκης στην πλειοψηφία τους είναι σουνίτες και ένα 10 -12% είναι μπεκτασήδες η, όπως οι σουννίτες υβριστικά τους αποκαλούν, κιζιλμπάσηδες. Οι μπεκτασήδες είναι μυστικιστές οι οποίοι στις μυστηριακές τους τελετές και δοξασίες διατηρούν και πλείστα χριστιανικά και προχριστιανικά κατάλοιπα. Οι εν λόγω πληθυσμοί, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι εγκατεστημένοι στον ορεινό όγκο μεταξύ Ροδόπης και Έβρου και σε μικρότερες ομάδες σε άλλες περιοχές, αποτελούν το αντίστοιχο "ετερόδοξο" μουσουλμανικό κίνημα των Αλεβήδων της Τουρκίας. Μολονότι οι θρησκευτικές δοξασίες των μπεκτασήδων είναι διαφορετικές, εντούτοις ορισμένοι άλλοι παράγοντες συντελούν, ώστε, φαινομενικά τουλάχιστον, να φέρονται πλήρως ταυτισμένοι με το σουνιτικό κατεστημένο.
Σ' ό,τι αφορά τη φυλετική σύνθεση των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης, είναι στατιστικά επιβεβαιωμένο, ότι οι Πομάκοι (36.000) μαζί με τους Αθίγγανους (24.000), αποτελούν την πλειοψηφία, σε σχέση με τους τουρκογενείς πληθυσμούς (55.000). Από ιστορικής απόψεως είναι επίσης επιβεβαιωμένο ότι οι τουρκογενείς πληθυσμοί έχουν εγκατασταθεί στη Θράκη και γενικότερα στη Βαλκανική σε μεταγενέστερους χρόνους από τις δυο υπόλοιπες ομάδες μουσουλμανικών πληθυσμών. (Οι μεν Πομάκοι θεωρούνται αυτόχθονες, οι δε Αθίγγανοι εγκαταστάθηκαν στη Θράκη περί τα μέσα του 11ου αιώνα, ενώ η εγκατάσταση των Τούρκων στο χώρο αυτό πραγματοποιήθηκε προς το τέλος του 14ου αιώνα).
Με βάση τα ιστορικά στοιχεία, τα οποία στηρίζονται, κατά κύριο λόγο στις οθωμανικές πηγές, οι Πομάκοι και οι Αθίγγανοι, οι οποίοι μαζί με τους τουρκογενείς συναποτελούν την μουσουλμανική μειονότητα, προέρχονται από χριστιανικούς πληθυσμούς που εξαναγκάστηκαν ύστερα από μεθοδεύσεις των Οθωμανών να μεταστραφούν στο Ισλάμ. Από τις ίδιες ιστορικές πηγές γίνεται επίσης γνωστό ότι η πρώτη μορφή του Ισλάμ που αναπτύχθηκε στους πληθυσμούς της Θράκης, αλλά και της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων, ήταν και εν μέρει εξακολουθεί να είναι το μυστικό Ισλάμ. Φορείς του μυστικού Ισλάμ υπήρξαν οι μπεκτασήδες αλλά και άλλοι "ετερόδοξοι" δερβίσηδες. Η αποδοχή και η προώθηση εκ μέρους τους οθωμανικού κράτους του σουνιτισμού ως επίσημης μορφής θρησκείας (16ο αϊ.), είχε ως άμεση συνέπεια τη μείωση της δραστηριότητας των μυστικιστών δερβίσηδων και στο χώρο της Δ. Θράκης. Η απόφαση του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ να διαλύσει το μπεκτασικό τάγμα (1826) υπήρξε αποφασιστικής σημασίας ενέργεια για την ισχυροποίηση του σουνιτισμού στη Θράκη. Από το 1840 και μέχρι την κεμαλική περίοδο, τα δερβίσικα τάγματα ολόκληρου του οθωμανικού κράτους, κυρίως όμως της Θράκης και των άλλων υπό οθωμανική εξάρτηση περιοχών της Βαλκανικής, προσπαθούν να ανασυγκροτηθούν, πλην όμως οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν μετά τους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και στη συνέχεια η απόφαση του Κεμάλ να θέσει εκτός νόμου τα δερβίσικα τάγματα στην Τουρκία (1925), βοήθησε δυναμικά στην υπερίσχυση των σουννιτών σε βάρος των δερβισικών ταγμάτων και κυρίως σε βάρος των μπεκτασήδων.
Είναι προφανές ότι το ζήτημα της φυλετικής διαφοροποίησης των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης και των άλλων περιοχών της Βαλκανικής δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη σημασία για τους εν λόγω μουσουλμανικούς πληθυσμούς, όταν οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία και πολιτικό περιεχόμενο από τότε που οι περιοχές αυτές απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό και οι βαλκάνιοι μουσουλμάνοι αποτελούν πλέον μειονότητες στα όρια της εθνικής ανεξαρτησίας των βαλκανικών χωρών. Η έννοια του βαλκανικού Ισλάμ γίνεται μια ενοχλητική πρόκληση για την Τουρκία της κεμαλικής και της μετακεμαλικής περιόδου, γι' αυτό και στη συνέχεια θα επιδιώξει να επιχαρακτηρίσει τους μουσουλμάνους των Βαλκανίων ως Τούρκους ή ως Τούρκους-Μουσουλμάνους. Ανεξάρτητα από τη σκοπιμότητα αυτή, οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί ορισμένων περιοχών ή μέρος των πληθυσμών αυτών είναι τουρκογενείς και προέρχονται είτε από παλαιότερες εγκαταστάσεις τουρκικών πληθυσμών στις περιοχές αυτές είτε από εξισλαμισμό και ένταξη στην τουρκική κοινωνία ορισμένων χριστιανικών πληθυσμών.
Λίγα χρόνια μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λοζάννης στους κόλπους της μουσουλμανικής μειονότητας σημειώθηκαν ιδεολογικές συγκρούσεις. Οι συγκρούσεις αυτές όχι μόνο προκάλεσαν διαταραχή στη συνοχή των μουσουλμάνων της Θράκης αλλά δημιούργησαν και τις προϋποθέσεις, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, για τον ιδεολογικό προσανατολισμό των μουσουλμάνων προς το τουρκικό Ισλάμ. Αφορμή για τη δημιουργία αυτών των γεγονότων υπήρξαν οι μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ στο θρησκευτικό καθεστώς της Τουρκίας.
Συγκεκριμένα, όταν ο Κεμάλ κατήργησε την ισχύ του ιερού μουσουλμανικού δικαίου και στη θέση του εισήγαγε τον ελβετικό κώδικα (1926), το γεγονός αυτό οδήγησε σε απόγνωση τα θρησκευτικά στελέχη της χώρας του, τα οποία, με επικεφαλής τον σεϊχουλισλάμ, Σαμπρή Μπέη, εγκατέλειψαν την Τουρκία και εγκαταστάθηκαν στη Δ. Θράκη. Εκεί μαζί με άλλους μουσουλμάνους (Πομάκους, Κιρκάσιους κλπ.) προσκολλημένους στην αντίληψη για ένα ακηδεμόνευτο από τους Τούρκους Ισλάμ, δημιούργησαν μια ισχυρή ομάδα μουσουλμάνων με αντικεμαλικό φρόνημα, οι οποίοι χαρακτηρίστηκαν ως "παλαιομουσουλμάνοι". Η ισχυρή παρουσία των "παλαιομουσουλμάνων" στο χώρο της Θράκης, οπωσδήποτε αποτελούσε ανάσταλτικό παράγοντα στην κεμαλική θρησκευτική αλλά και εθνική πολιτική, την οποία κεμαλικά στελέχη επεδίωκαν να καλλιεργήσουν στους πληθυσμούς της μειονότητας.
Για το λόγο αυτό η Τουρκία εκμεταλλευόμενη το θετικό κλίμα της τουρκοελληνικής φιλίας, που μόλις τότε την εμπνεύστηκαν και την εφάρμοσαν ο Βενιζέλος και ο Κεμάλ Ατατούρκ, επεσήμανε ως αρνητικό σημείο της φιλίας αυτής, την παρουσία στην ελληνική Θράκη αντικεμαλικών μουσουλμάνων. Η ελληνική κυβέρνηση, θέλοντας να εξασφαλίσει την προοπτική και το κύρος της τουρκοελληνικής φιλίας, απομάκρυνε από το ελληνικό έδαφος τον έκπτωτο σεϊχουλισλάμη Σαμπρή Μπέη και όλους τους πρωτεργάτες του αντικεμαλισμού στη Δ. Θράκη (1931). Οι ενέργειες αυτές αποτελούν την απαρχή μιας νέας θρησκευτικής πολιτικής η οποία επιβάλλεται από την Τουρκία στους μουσουλμάνους της Θράκης και που αποβλέπει στην τουρκοποίηση της θρησκευτικής ζωής και ιδεολογίας τους. Ορισμένα από τα μέτρα που πρότεινε η κεμαλική Τουρκία και τα οποία αδιαμαρτύρητα αποδέχθηκε η χώρα μας είναι η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου στα μειονοτικά σχολεία με το λατινικό αλφάβητο, όπως ακριβώς συνέβη αντιστοίχως και στην Τουρκία, η εισαγωγή από την Τουρκία αντιτύπων του κορανίου και άλλων συναφών θρησκευτικών βιβλίων μεταφρασμένων στην τουρκική και με λατινικούς χαρακτήρες στη θέση των πρωτοτύπων αραβικών κειμένων, η χορήγηση υποτροφιών σε μουσουλμανόπαιδες εκ Θράκης για σπουδές σε θρησκευτικά σχολεία της Τουρκίας, η αποστολή ιεροκηρύκων και κατηχητών από την Τουρκία, η υποβάθμιση του έργου των ιεροσπουδαστηρίων Κομοτηνής και Εχίνου Ξάνθης, τα οποία κατά την άποψη της Τουρκίας καλλιεργούσαν τον παλαιομουσουλμανικό συντηρητισμό, και η ίδρυση νέων μειονοτικών σχολείων που θα ακολουθούσαν το κεμαλικό ιδεώδες, όπως συνέβη με την ίδρυση του Γυμνασίου - Λυκείου Τζελάλ Μπαγιάρ στην Κομοτηνή κ.ά.
Ακόμη και σήμερα ορισμένα στελέχη της μειονότητας, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί από άλλους μειονοτικούς ως η "τουρκική μαφία", προβαίνουν σε εμφανείς για την ισχυροποίηση ενός τουρκικού Ισλάμ στο χώρο της Δ. Θράκης. Ως τέτοιες ενέργειες θα μπορούσαν να αναφερθούν: Η επιλογή και η προώθηση ψευδομουφτήδων με διακηρυγμένες τουρκικές επιδιώξεις στη θέση των νομίμων εκλεγμένων μουφτήδων, η παρακώλυση των πιστών να προσεύχονται σε τζαμιά στα οποία παρίστανται οι νόμιμοι μουφτήδες, οι υποδείξεις προς τους πιστούς να τελούν ιεροπραξίες με τα στελέχη θρησκευτικών καθηκόντων, τα οποία σαφώς στηρίζουν τις τουρκικές θέσεις, η εκφώνηση λόγων και ομιλιών, η διατύπωση μηνυμάτων. και η πραγματοποίηση του κηρυγματικού λόγου στην τουρκική και με περιεχόμενο τουρκο-ισλαμικό, η σύσταση και λειτουργία φροντιστηρίων στα οποία κατ επίφαση μόνο γίνεται σπουδή του κορανίου, ενώ στην πραγματικότητα διδάσκεται η ηθική, η αλληλεγγύη, η αδελφοσύνη και η ιστορία των Τούρκων κ.ά. Με τη συγκατάθεση της ελληνικής πολιτείας το μάθημα των θρησκευτικών (της μουσουλμανικής θρησκείας) διδάσκεται σε όλα ανεξαιρέτως τα μουσουλμανόπαιδα (Πομάκους, Αθίγγανους και τουρκογενείς) στην τουρκική γλώσσα, ενώ η τουρκική δεν αποτελεί τη μητρική γλώσσα των Πομάκων και των Αθίγγανων, ούτε η συνθήκη της Λοζάννης προβλέπει κάτι τέτοιο ούτε βεβαίως το Ισλάμ αυτό καθ' εαυτό έχει ως επίσημη έκφραση του την τουρκική γλώσσα.
Τα παραπάνω παραδείγματα, αν τα εντάξει κανείς στο πλαίσιο του υπερ-προστατευτισμού που δείχνει η Τουρκία για τους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης, μπορεί να αντιληφθεί τον επερχόμενο πλήρη εκτουρκισμό της θρησκευτικής ζωής των μη τουρκογενών πληθυσμών της Δ. Θράκης.