Ρητίνη

των Κέλυ Αλεξίου και
Πένυ Κεχρή


Η ρητίνη είναι ένα μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους, το οποίου εκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως όταν τραυματιστούν. Οι φυσικές ρητίνες αποτελούνται κυρίως από πολυμερισμένα οξέα, εστέρες και τερπενοειδή παράγονται σε ειδικά εκκριτικά όργανα και είναι μη κρυσταλλικές ή ημίρρευστες διαφανείς ουσίες. Ο σχηματισμός τους είναι αποτέλεσμα τραυματισμού του φλοιού από τον άνεμο, την φωτιά, τον κεραυνό ή άλλες αιτίες. Με την έκθεση στον αέρα, τα πτητικά συστατικά εξατμίζονται αφήνοντας ένα στερεό ή ημιστερεό υπόλειμμα, το οποίο προστατεύει την τραυματισμένη περιοχή. Αρχαίοι λαοί όπως οι Κινέζοι, οι Γιαπωνέζοι, οι Αιγύπτιοι κ.ά. χρησιμοποιούσαν τις ρητίνες στην παρασκευή λάκας και βερνικιών.
Οι ρητίνες είναι πολύ διαδεδομένες στα Κωνοφόρα, τα οποία διαθέτουν ειδικούς ρητινοφόρους αγωγούς.
Οι φυσικές ρητίνες είναι αδιάλυτες στο νερό, διαλυτές όμως στην αλκοόλη, στα λίπη και στους οργανικούς διαλυτές. Μπορούν γενικά να διακριθούν στις ρητίνες που διαλύονται στη αλκοόλη και σ’αυτές που διαλύονται στα έλαια. Στις πρώτες ανήκουν τα βάλσαμα, ημιστερεά μίγματα ρητινών και αιθέριων ελαίων, τα οποία χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα ως θεραπευτικά, η τερεβινθίνη, που χρησιμοποιείται ως διαλύτης, οι μαστίχες, το δάμμαρ, η σανδαράχη και οι λάκκες, που χρησιμοποιούνται ως συστατικά βερνικιών. Στις δεύτερες περιλαμβάνονται η ροζίνη, που λαμβάνεται από τη ρητίνη του πεύκου και χρησιμοποιείται στην σαπωνοποιία και σε πολλές άλλες χρήσεις, τα κοπάλια, που χρησιμοποιούνται στην βερνικοποιία, το ήλεκτρο (κεχριμπάρι), που είναι η σκληρότερη φυσική ρητίνη, η λάκα της ανατολής, που προέρχεται από ένα δέντρο ιθαγενές της Κίνας κ.ά.
Στην σύγχρονη βιομηχανία οι φυσικές ρητίνες έχουν σε μεγάλο βαθμό αντικατασταθεί από τις συνθετικές ρητίνες.